ὑπερῆλιξ

ὑπερῆλιξ
ὑπερῆλιξ, ῐκος, , ,
A above a certain age, Luc.Am.10, App.Pun. 114; too old to have children, Ph.2.17: [comp] Comp.

-έστερος Ocell.4.6

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • υπερήλιξ — ήλικος, ο, η / ὑπερῆλιξ, ὁ, ἡ, ΝΑ (λόγιος τ.) βλ. υπερήλικος …   Dictionary of Greek

  • υπερήλικος — η, ο / ὑπερῆλιξ, ήλικος, ὁ, ἡ, ΝΑ, και λόγιος τ. υπερήλιξ, ο, η, και αρσ. υπερήλικας Ν ο περασμένης ηλικίας, πολύ ηλικιωμένος, γέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ήλικος / ῆλιξ (< ἧλιξ, ικος «συνομήλικος»), πρβλ. αν ήλικος, μεσ ῆλιξ] …   Dictionary of Greek

  • ήλιξ — ἧλιξ, δωρ. τ. ἇλιξ, και αιολ. τ. ἆλιξ. ό, ἡ (Α) 1. αυτός που έχει την ίδια ηλικία με κάποιον άλλο, ο συνομήλικος 2. ως ουσ. σύντροφος, εταίρος 3. ίσος, όμοιος («ἐν ἅλικι χρόνῳ» σε ίσο χρόνο, Βακχυλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *σFālıξ. To F διατηρείται στον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”